H ρίψη της πυρηνικής βόμβας στη Χιροσίμα στις 6 Αυγούστου 1945 και στο Ναγκασάκι, τρεις ημέρες αργότερα, ήταν μόνο η αρχή του πυρηνικού εφιάλτη. Οι φρικιαστικές συνέπειες της διαρροής πυρηνικών, συνεχίζονται μέχρι σήμερα, με τελευταίο παράδειγμα τη διαρροή στο πυρηνικό εργοστάσιο της Φουκουσίμα τον Μάρτιο του 2011.
Η Διεθνής Κλίμακα Πυρηνικών Γεγονότων (Δ.Κ.Π.Γ.) είναι μια μέθοδος ενημέρωσης του πληθυσμού σχετικά με τη σοβαρότητα πυρηνικών και ραδιολογικών συμβάντων και ατυχημάτων.
Μετά το ατύχημα του Τσέρνομπιλ, οι αρχές της Γαλλίας προχώρησαν στη δημιουργία ενός συστήματος που περιέγραφε το βαθμό επικινδυνότητας πυρηνικών συμβάντων. Πάνω σ’ αυτό το σύστημα η Διεθνής Οργάνωση Ατομικής Ενέργειας δημιούργησε την Δ.Κ.Π.Γ. που χρησιμοποιείται από το 1990. Αρχικά, η χρήση της περιοριζόταν σε συμβάντα εντός πυρηνικών σταθμών παραγωγής ενέργειας, αλλά από το 2006 επεκτάθηκε σε όλο τον κύκλο της πυρηνικής βιομηχανίας, όπως μεταφορά, αποθήκευση και χρήση ραδιολογικών υλικών, με την εξαίρεση των στρατιωτικών εφαρμογών.
Πρόκειται για μια κλίμακα 7 επιπέδων στην οποία τα χαμηλότερα επίπεδα 1, 2 και 3 χαρακτηρίζονται ως συμβάντα και τα τέσσερα υψηλότερα ως ατυχήματα. Γεγονός ήσσονος σημασίας χαρακτηρίζεται εκτροπή ή παρέκκλιση και ταξινομείται στο επίπεδο 0. Το μέγιστο στην κλίμακα είναι το 7 και ονομάζεται μεγάλο ατύχημα ή σε κάποιες γλώσσες καταστροφικό ατύχημα. Μέχρι σήμερα, έχουν συμβεί μόνο δύο ατυχήματα επιπέδου 7: στο Τσέρνομπιλ το 1986 και στο σταθμό Φουκουσίμα 1 το 2011.
Παραθέτω τις έξι χειρότερες πυρηνικές καταστροφές, που συγκλόνισαν την ανθρωπότητα, όπως παρατίθενται από τη Διεθνή Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας, η οποία τα ταξινομεί βάση τους Διεθνούς Κλίμακας Πυρηνικών Συμβάντων (από το 1 έως το 7)
- 26 Απριλίου 1986, Τσερνομπίλ, Ουκρανία, επιπέδου 7
Θεωρείται η χειρότερη πυρηνική τραγωδία στην ιστορία, καθώς σημειώθηκε 400 φορές περισσότερη ραδιενεργός κατακρήμνιση στην ατμόσφαιρα από την πυρηνική βόμβα στην Χιροσίμα.
Τα ξημερώματα της 26ης Απριλίου 1986, οι εργαζόμενοι στον πυρηνικό σταθμό «Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν», στο Τσέρνομπιλ της Ουκρανίας, άρχισαν τις προγραμματισμένες εργασίες για ένα πείραμα, που σκοπό είχε να ελέγξει τα συστήματα ασφαλείας.
Στο πλαίσιο του εν λόγω πειράματος, οι τεχνικοί έκλεισαν τα αυτόματα συστήματα ρύθμισης της ισχύος της τέταρτης μονάδας του σταθμού, καθώς και τα συστήματα ασφαλείας, αφήνοντας ωστόσο τον αντιδραστήρα να λειτουργεί με το 7% της ισχύος του. Στη 1:23 το πρωί, η αλυσιδωτή αντίδραση στον τέταρτο αντιδραστήρα προκάλεσε διαδοχικές εκρήξεις, οι οποίες τίναξαν στον αέρα το ατσάλινο κάλυμμα του αντιδραστήρα, βάρους χιλίων τόνων. Τεράστιες ποσότητες ραδιενεργού υλικού σκορπίστηκαν στον αέρα, μέσω του οποίου μεταφέρθηκε στις γύρω περιοχές με ταχείς ρυθμούς.
Δύο ημέρες μετά, σουηδικοί σταθμοί παρατήρησης άρχισαν να καταγράφουν υψηλά επίπεδα ραδιενέργειας. Παρότι η σοβιετική κυβέρνηση αποπειράθηκε αρχικώς να συγκαλύψει το γεγονός, αναγκάστηκε να παραδεχθεί ότι υπήρξε ένα «μικρό ατύχημα».
Επί δέκα ημέρες, τα φλεγόμενα πυρηνικά καύσιμα απελευθέρωναν στην ατμόσφαιρα εκατομμύρια ραδιενεργά στοιχεία, σε ποσότητα που αντιστοιχεί σε 200 βόμβες σαν αυτή της Χιροσίμα. Ραδιενεργός σκόνη απλώθηκε πάνω από την Ευρώπη και μέχρι το Βόρειο Πόλο.
Επισήμως, 31 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους μετά την έκρηξη. Όμως, από το 1986 έως σήμερα έχουν χάσει τη ζωή τους περισσότεροι από 25.000 στρατιώτες και πολίτες από την Ουκρανία, τη Ρωσία, τη Λευκορωσία και άλλες Δημοκρατίες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, οι οποίοι εστάλησαν στις εργασίες αποκατάστασης του σταθμού. Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, περίπου 8,4 εκατομμύρια άνθρωποι στις τρεις αυτές χώρες έχουν εκτεθεί στη ραδιενέργεια, από την οποία έχει μολυνθεί έκταση 150.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων, ίση με τη μισή έκταση της Ιταλίας. Τετρακόσιες χιλιάδες άνθρωποι εγκατέλειψαν τις εστίες τους, αλλά περίπου 6 εκατομμύρια εξακολουθούν να ζουν σε μολυσμένες ζώνες.
Το μοιραίο εργοστάσιο του Τσέρνομπιλ έκλεισε οριστικά το Δεκέμβριο του 2000, ύστερα από διεθνείς πιέσεις που δέχθηκε η κυβέρνηση της Ουκρανίας και υπό το φόβο νέων πιθανών εκρήξεων στους πεπαλαιωμένους αντιδραστήρες του.
- 11 Μαρτίου 2011, Φουκουσίμα, Ιαπωνία, επιπέδου 7
O καταστροφικός σεισμός των 8,9 ρίχτερ στις 11 Μαρτίου 2011, προκάλεσε ένα μεγάλο παλιρροϊκό κύμα που έπληξε σφοδρότατα τις ακτές της ανατολικής Ιαπωνίας, επιφέροντας ανυπολόγιστες καταστροφές και σκορπώντας στο θάνατο σε δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους.
Το τσουνάμι είχε ως αποτέλεσμα την τήξη των τριών από τους έξι αντιδραστήρες του πυρηνικού σταθμού Φουκουσίμα‐Νταΐτσι, με αποτέλεσμα την έκλυση τεράστιων ποσοτήτων ραδιενέργειας στο περιβάλλον.
Κύρια αιτία που συνέτεινε στην καταστροφή στις εγκαταστάσεις ήταν η μη λειτουργία του συστήματος ψύξης των αντιδραστήρων, ως ακόλουθο του ανεπαρκούς σχεδιασμού προστασίας για περίπτωση φυσικής καταστροφής τέτοιου μεγέθους.
Επιπλέον παράγοντες που συνετέλεσαν στα πυρηνικά ατυχήματα ήταν η κακή κατάσταση των αντιδραστήρων, (παλαιότητα, ρωγμές, προηγούμενα ατυχήματα που συγκαλύφθηκαν) και η αύξηση της παραγωγής (καταπόνηση), με ταυτόχρονες οικονομικές περικοπές (ανεπαρκής συντήρηση) εις βάρος της ασφάλειας. Το συγκεκριμένο εργοστάσιο ήταν προγραμματισμένο να τεθεί εκτός λειτουργίας στις αρχές του 2011 έχοντας ολοκληρώσει τον κύκλο ζωής του αλλά πήρε δεκαετή παράταση λειτουργίας ένα μήνα πριν την καταστροφή.
Περισσότεροι από 150.000 κάτοικοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους.
Κανείς δεν ξέρει ακόμα την έκταση της καταστροφής η οποία, εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι σήμερα. Η Πυρηνική Αρχή της Ιαπωνίας αναφέρει ότι η ποσότητα του ραδιενεργού καισίου που εκλύθηκε στην ατμόσφαιρα, είναι ισοδύναμη με 168 πυρηνικές βόμβες σαν της Χιροσίμα.
Η έκρηξη στη Φουκουσίμα αξιολογήθηκε αρχικά ως κατηγορίας 4, αλλά αργότερα, μετά την αξιολόγηση των γεγονότων που ακολούθησαν, ανέβασαν αρχικά το επίπεδο στο 5 και τελικά στο 7, τον ανώτατο βαθμό επικινδυνότητας, που μέχρι τότε μόνο το ατύχημα στο Τσέρνομπιλ είχε αξιολογηθεί ως τέτοιο.
- 29 Σεπτεμβρίου 1957, Κυστύμ, Ρωσία, επιπέδου 6
Το τρίτο πιο καταστροφικό πυρηνικό ατύχημα παγκοσμίως. Σημειώθηκε, όπως και στην περίπτωση του Τσέρνομπιλ, στην τότε Σοβιετική Ένωση στις 29 Σεπτεμβρίου 1957.
Η σοβιετική ηγεσία θεωρούσε ως ζήτημα υψίστης προτεραιότητας, την κατασκευή ενός αποθέματος πλουτωνίου για όπλα, ενώ οι ανησυχίες για το περιβάλλον και την ασφάλεια ήρθαν σε δεύτερη μοίρα. Μερικά από τα λιγότερο επικίνδυνα ραδιενεργά απόβλητα από το Μάγιακ, απλώς βυθίστηκαν στον ποταμό Τέκα, ενώ τα πιο επικίνδυνα υλικά αποθηκεύονταν σε τεράστιες υπόγειες δεξαμενές.
Τα σφραγισμένα χαλύβδινα κοντέινερ, ενισχυμένα με εξωτερικούς τοίχους από σκυρόδεμα, θεωρήθηκαν αρκετά ισχυρά για να αντέξουν τα πάντα. Τον Σεπτέμβριο του 1957, αυτή η υπόθεση αποδείχθηκε λανθασμένη, όταν μία από τις δεξαμενές εξερράγη με εκτιμώμενη ισχύ 70-100 τόνων TNT. Αυτό συνέβη εξαιτίας ενός χαλασμένου συστήματος ψύξης, το οποίο επέτρεψε τη δημιουργία υπερβολικής θερμότητας καθώς και τη μερική αποξήρανση των ραδιενεργών αποβλήτων.
Έτσι σχημάτισε ένα στρώμα εκρηκτικών, σύμφωνα με μια σχετική έρευνα που πραγματοποιήθηκε αργότερα. Μόνο μια σπίθα ήταν αρκετή για να ανατινάξει το καπάκι 160 τόνων της δεξαμενής, να καταστρέψει τα κοντινά αποθέματα αποβλήτων και να θρυμματίσει κάθε παράθυρο σε ακτίνα 3χλμ.
Μια μάζα ραδιενεργών αποβλήτων εκτοξεύτηκε στον αέρα. Περίπου το 90% του υλικού επέστρεψε στο έδαφος, μολύνοντας την περιοχή και ειδικά τον ποταμό Τέκα.
Μια διαδρομή μήκους 300 χιλιομέτρων, πλάτους 10 χιλιομέτρων, που εκτείνεται σε τρεις διαφορετικές ρωσικές περιοχές, είναι αυτό που έχει απομείνει από το φαινόμενο.
10.000 άνθρωποι απομακρύνθηκαν από τις εστίες τους ενώ εκτιμάται ότι 200 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους από καρκίνο.
4. 10 Οκτωβρίου 1957, Ουιντσκέιλ Φάιαρ, Μεγάλη Βρετανία, επιπέδου 5
Το δυστύχημα συνέβη στο πυρηνικό εργοστάσιο της κομητείας Cumberland, στη Βορειοδυτική Αγγλία. Πρόκειται για το πιο σοβαρό πυρηνικό ατύχημα που σημειώθηκε στη χώρα. Η φωτιά που ξέσπασε στον πυρήνα του αντιδραστήρα, οδήγησε σε περιορισμένη απελευθέρωση ραδιενέργειας. Η φωτά έκαιγε ανεξέλεγκτη για 16 ολόκληρες ώρες. Συνέπεια του ατυχήματος ήταν η κυβέρνηση να απαγορεύσει για ένα μήνα την πώληση του γάλακτος από γειτονικές γεωργικές εκμεταλλεύσεις. Εκείνη την εποχή, η βρετανική κυβέρνηση κυκλοφόρησε μόνο πρόχειρες λεπτομέρειες του ατυχήματος, σε μια προσπάθεια να μειώσει στα μάτια του κόσμου τη σοβαρότητα του.
Οι χειριστές του σταθμού παρατήρησαν ότι η θερμοκρασία του αντιδραστήρα ανέβαινε συνεχώς τη στιγμή που έπρεπε να πέφτει. Όταν δύο εργαζόμενοι πήγαν να ελέγξουν τον αντιδραστήρα τον είδαν τυλιγμένο στις φλόγες. Εκτιμάται ότι 200 άνθρωποι στη Βρετανία ανέπτυξαν καρκίνο, που ήταν θανατηφόρος για τους μισούς. Ωστόσο, ο ακριβής αριθμός των θυμάτων δεν μπορεί να εξακριβωθεί καθώς η κυβέρνηση επιχείρησε να συγκαλύψει το γεγονός, ενώ η ακτινοβολία απλώθηκε εκατοντάδες μίλια στην Βόρεια Ευρώπη.
Ο μολυσμένος αντιδραστήρας σφραγίστηκε μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980, όταν άρχισε η εκκαθάριση.
5. 28 Μαρτίου 1979, Θρι Μάιλ Άιλαντ, Ηνωμένες Πολιτείες, επιπέδου 5
Πρόκειται για το πιο καταστροφικό ατύχημα στην ιστορία των ΗΠΑ. Στις 28 Μαρτίου 1979, μια μικρή υδραυλική βλάβη προκάλεσε την υπερθέρμανση του πυρήνα του αντιδραστήρα, η θερμοκρασία του οποίου έφτασε τους 2.370ο C.
Πρόκειται για μια σειρά από ανθρώπινα και τεχνικά σφάλματα που οδήγησαν ωστόσο στη μερική τήξη του καυσίμου του αντιδραστήρα, ο οποίος υπερθερμάνθηκε. Είχε μείνει επί τέσσερις ώρες χωρίς νερό, πριν αποκατασταθεί το κύκλωμα της ψύξης. Περίπου δέκα ώρες μετά την εκδήλωση του δυστυχήματος, περίπου 300 kg υδρογόνου από το καύσιμο το οποίο είχε υποστεί τήξη, εξερράγησαν στην μονάδα 2 όπου βρισκόταν ο αντιδραστήρας, χωρίς κανείς ωστόσο να χάσει τη ζωή του.
Χρειάστηκε να περάσουν έξι χρόνια για να υπολογιστούν τόσο η έκταση των ζημιών όσο και ο κίνδυνος μόλυνσης. Όπως έγινε γνωστό το 45% των καυσίμων υπέστη τήξη. Τα καύσιμα μαζί με άλλα στοιχεία της δομής του αντιδραστήρα σχημάτισαν ένα μάγμα γνωστό ως «corium». Περίπου 20 τόνοι από αυτό το μάγμα χύθηκαν στον πυθμένα της δεξαμενής. Το περίβλημα του αντιδραστήρα ήταν που περιόρισε σημαντικά τη καταστροφή. Εξαιτίας της ανθεκτικότητάς του δεν προκλήθηκε έκλυση ραδιενεργών υλικών απευθείας στο περιβάλλον. Ο βαθμός σοβαρότητας του πυρηνικού ατυχήματος στο Θρι Μάιλ Αϊλαντ είχε εκτιμηθεί στο επίπεδο 5 της κλίμακας, κάτι που το αναδεικνύει ως ένα από τα χειρότερα πυρηνικά ατυχήματα στην ιστορία.
Μελέτες που έγιναν, δεν κατέδειξαν συσχέτιση με ενδεχόμενα περιστατικά καρκίνου. Ωστόσο, το ατύχημα επέδρασε καταλυτικά στην στάση των πολιτών απέναντι στην πυρηνική ενέργεια, καθώς από τότε δεν έχει εγκριθεί ούτε ένας πυρηνικός σταθμός.
Το έτος 2011 στο συγκεκριμένο πυρηνικό εργοστάσιο προκλήθηκε πάλι ραδιενεργός διαρροή, αυτή τη φορά μικρής έκτασης, η οποία περιορίσθηκε γρήγορα. Ωστόσο, σύμφωνα με εκπρόσωπο της Εθνικής Ρυθμιστικής Αρχής Πυρηνικών των ΗΠΑ μια μικρή ομάδα εργαζομένων μολύνθηκε από ραδιενέργεια.
- 30 Σεπτεμβρίου 1999, Τοκαϊμούρα, Ιαπωνία, επιπέδου 4
Το ατύχημα συνέβη στις 30 Σεπτεμβρίου 1999, καθώς εργάτες αναμίγνυαν υγρό ουράνιο σε ακατάλληλη δεξαμενή. Είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο δύο εργατών και την έκθεση σε ραδιενεργό ακτινοβολία εκατοντάδων ανθρώπων. Περίπου 100 άνθρωποι που ζούσαν κοντά στο σταθμό νοσηλεύτηκαν για έκθεση σε ακτινοβολία. Περισσότεροι από 150 άνθρωποι αναγκάστηκαν να εκκενώσουν την περιοχή σε μια ακτίνα 300 μέτρων από το εργοστάσιο.
Η μονάδα στην Τοκαϊμούρα, έκλεισε το 1999 έπειτα από το ατύχημα στον αναπαραγωγικό αντιδραστήρα.
………………………
Το «Chernobyl» είναι μια μίνι σειρά για την φρικώδη πυρηνική καταστροφή του 1986, αλλά είναι και μια μίνι σειρά για κάθε καταστροφή, φυσική ή ηθική, που έχει ήδη συμβεί ή πρόκειται να συμβεί ξανά- ή συμβαίνει ξανά τώρα καθώς μιλάμε.
Μπορείτε να την παρακολουθήσετε, εντελώς δωρεάν και με ελληνικούς υπότιτλους, με κλικ εδώ.