
Τέτοιες μέρες πριν χρόνια ήμουν «
εκεί», με το «εκεί» να έχει διπλό προσδιορισμό:
χρονικό και
τοπικό.
Θυμάμαι σαν χθες που μπαίναμε στον ηλεκτρικό από τον Πειραιά και σε 20΄ βρισκόμασταν στην Ομόνοια… Λίγο περπάτημα μέχρι την Πατησίων, στην περιοχή του Πολυτεχνείου, και νάμαστε ξαφνικά σε άλλη χώρα και σε διαφορετική εποχή. Συνθήματα, τραγούδια, νέοι με γένια και μαλλιά με κορίτσια στην αγκαλιά τους, κι εμείς πιτσιρικάδες που ωστόσο αντιλαμβανόμασταν πολύ καλά ότι «αυτό είναι κάτι πολύ δυνατό, πολύ διαφορετικό». Ελπίζαμε ότι κάθε μέρα ο κόσμος που συγκεντρώνονταν θα ήταν πολύ περισσότερος από χθες, αλλά δεν ήταν, περιμέναμε ότι μαζί με αυτούς τους νέους και τις νέες θα βλέπαμε και τους γονείς τους, τους θείους τους, όλο το σόι τους σε μία διόγκωση του πλήθους και της αγωνιστικής διάθεσης, αλλά κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ.
Ελπίζαμε, επίσης, ότι μια μέρα η Κοινωνία θα ήταν δεκτική, πρόθυμη, αγωνιστική, ακούραστη, χαρούμενη και ζωντανή όπως το πλήθος με το σχετικά μικρό αριθμητικό μέγεθος αλλά το τεράστιο πάθος. Θυμάμαι 3, μάλλον φοιτητές, να φωνάζουν το (ακραίο) σύνθημα: «Κάτω το Κράτος» και μετά να εξαφανίζονται στα γύρω σοκάκια σαν τους πιο αιμοσταγείς ληστές, ή τον άλλον που μας παρότρυνε να τραγουδήσουμε όλοι μαζί: «με τόσα φύλλα σου γνέφει ο ήλιος καλημέρα», αλλά ήταν το «πότε θα κάνει ξαστεριά» που τα σκέπαζε όλα… Ζήσαμε 3 μέρες σε μια νησίδα τόσο δα μικρή, μια νησίδα Δημοκρατίας, που άλλη δεν είχαμε βιώσει – δεν είχαμε προλάβει, με άλλους κατοίκους, με άλλα ήθη κι έθιμα, με άλλη σύσταση ατμοσφαιρικού αέρα. Ένα τριήμερο φεστιβάλ, ένα πανηγύρι που καθόρισε τις επιλογές μας και τη ζωή μας.

Αντηχούν ακόμα στ’ αυτιά μου τα τραγούδια από τα μεγάφωνα, βλέπω ακόμα τον Ξυλούρη να μπαίνει στο Πολυτεχνείο σαν Αρχάγγελος, όπως βλέπω ακόμα τους αστυφύλακες να έχουν γεμίσει τα γύρω στενά μάλλον αδιάφοροι ή κάνοντας τους αδιάφορους. Την Παρασκευή – ξημερώματα Σαββάτου, έγινε ο σεισμός, τον μάθαμε από τον ραδιοφωνικό σταθμό με οδύνη, ξάγρυπνοι, απορημένοι και δυστυχείς γι’ αυτό που χάθηκε και γι’ αυτό που θα ερχόταν… Και πραγματικά το τσουνάμι που ακολούθησε έσβησε αυτή τη νησίδα αφήνοντας ωστόσο μια τεράστια ρωγμή στα σπλάχνα της Χούντας, η οποία δεν επουλώθηκε ποτέ!

Εκείνη η Παρασκευή πόνεσε πολύ. Παρόλα αυτά ήταν αδύνατον να υποψιαστούμε ότι στο μέλλον κάποια άλλα γεγονότα – ανθρώπινες επιλογές θα πονούσαν περισσότερο! Πώς να υποψιαστούμε και, ακόμα περισσότερο, πώς να δεχτούμε ότι οι άνθρωποι είναι ενίοτε ακραία βουλιμικά όντα, εύκολα διατεθειμένα να ξεπουλήσουν την ψυχή τους οπουδήποτε για οτιδήποτε. Είδαμε για παράδειγμα τη Μαρία την «του Νοέμβρη», την «
εδώ Πολυτεχνείο – εδώ Πολυτεχνείο», να μετακομίζει από κόμμα σε κόμμα, εξαργυρώνοντας εκείνα τα 3 24ωρα του 1973, καταλήγοντας Επίτροπος της ΕΕ, στέλεχος Πολυεθνικής στο City του Λονδίνου και επίσης στέλεχος της γαλαζοαίματης αυλής του Πριγκηπάτου του Μονακό! Είδαμε τον Ντάνο, που λίγους μήνες πριν το Νοέμβρη, είχε συλληφθεί στον Πειραιά για αφισοκόλληση και έγινε σύμβολο σε μας τους μικρότερους, να εμφανίζεται ως πενταπλός πράκτορας της Ασφάλειας, 10 χρόνια μετά! Είδαμε τον Χρύσανθο από την ηγεσία της Β΄ Πανελλαδικής του «
Ρήγα Φεραίου» να είναι ο υπ’ αριθμόν 1 σύμβουλος του πιο ακροδεξιού πρωθυπουργού της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Είδαμε πολλά παιδιά που συγκλονίστηκαν εκείνο το 3ήμερο, βγήκαν στα «κάγκελα» για χρόνια δίπλα στον Χαρίλαο, στον Φαράκο ή στον Κύρκο, σήμερα να υπηρετούν πιστά αφεντικά κατευθυνόμενης παραπληροφόρησης και μετατροπής του ανθρώπινου εγκεφάλου σε βούρκο, προσδοκώντας και αποβλέποντας στη διαρκή διόγκωση του τραπεζικού λογαριασμού τους. Είδαμε την Κοινωνία να επιτρέπει την ανάδειξη «στελεχών» σαν τους γελοίους Γρηγόρη, Πέτρο και άλλους, να αποδέχεται τις απίστευτες, δήθεν ιδεολογικές, μεταλλάξεις τους χωρίς καν να τους υποχρεώνει να κοκκινίσουν έστω λίγο από ντροπή!

Όλα αυτά πονούν τόσο όσο οι ερπύστριες εκείνο το ξημέρωμα του Σαββάτου του ’73. Και η διαφορά είναι ότι οι ερπύστριες ήταν ένα «στιγμιαίο» γεγονός, που συνέβη, κατεγράφη, είχε τις γνωστές επιπτώσεις και μπήκε με λαμπρότητα στην Ιστορία. Οι «άλλοι» είναι πολλοί, είναι διαχρονικά παρόντες, όπως παρόντες ήσαν οι γελωτοποιοί. Αποτελούν μαύρες υποσημειώσεις στην Κωμωδία της ζωής τους, που οι ίδιοι συγγράφουν, αλλά μας δίνουν τα μοναδικά και απαραίτητα παραδείγματα προς αποφυγήν για να τα παρουσιάζουμε στη νέα γενιά. Δεν θα τους κάνουμε τη χάρη ούτε ένα ειρωνικό τετράστιχο να τους αφιερώσουμε στο μέλλον, καταδικάζοντάς τους με τον τρόπο αυτό στην αφάνεια και στην περιφρόνηση. Άλλωστε το τετράστιχο αυτό ανήκει στο αφεντικό τους, από την πρόσφατη Ελληνική Ιστορία:
«Η Ιστορία σου αρχίζει απ΄τα βουνά
κι ύστερα πηγαίνεις Κέντρο
κι ύστερα στη Δεξιά
Τσιριμώκο, Τσιριμώκο μασκαρά»